εὐκρέκτους

εὐκρέκτους
εὔκρεκτος
well-struck
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύκρεκτος — εὔκρεκτος, ον (Α) 1. (για έγχορδο όργανο) αυτός που πλήττεται καλά 2. (για ύφασμα ή για τις κλωστές τού στημονιού) ο καλοϋφασμένος, ο πλεγμένος καλά («εὐκρέκτους... μίτους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρεκτός (< κρέκω «χτυπώ με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”